τριβολίζω

τριβολίζω
Ν
οργώνω αγρό για τρίτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + βολή + κατάλ. -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριβολίζω — τριβόλισα, τριβολίστηκα, τριβολισμένος, οργώνω χωράφι για τρίτη φορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριβόλισμα — το, Ν [τριβολίζω] το όργωμα τού αγρού για τρίτη φορά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”